- διατόνιον
- -ου τό N 2 1-0-0-0-0=1 Ex 35,11traverse, beam; neol.?Cf. LE BOULLUEC 1989 269.348
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
διατόνιον — διᾱτόνιον , διά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διᾱτόνιον , διά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 1st sg (doric aeolic) διά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διά ἀτονέω to be relaxed imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατόνιο — και διατόνι, το (Α διατόνιον) [διάτονος] νεοελλ. 1. δοκάρι από τη μια άκρη κατασκευής ώς την άλλη 2. μικρό μεταλλικό πλαίσιο για τη σύνδεση δύο κομματιών, ιδίως για τη σύνδεση τών ιμάντων με την ιπποσκευή, θηλυκωτήρι αρχ. αγκίστρι, κρίκος απ όπου … Dictionary of Greek